δανεισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δανεισμός | οι | δανεισμοί |
| γενική | του | δανεισμού | των | δανεισμών |
| αιτιατική | τον | δανεισμό | τους | δανεισμούς |
| κλητική | δανεισμέ | δανεισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δανεισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δανεισμός[1] < δανείζω < δάνειον. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο δάνεισμα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ða.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐νει‐σμός
Ουσιαστικό
δανεισμός αρσενικό
- το να δανείζομαι κάτι που θα επιστρέψω
- (οικονομία) η λήψη δανείου
- ↪ Ο δανεισμός ήταν η μόνη λύση για να σώσει την επιχείρησή του.
Πολυλεκτικοί όροι
- καθαρός δανεισμός (λογιστική)
- γλωσσικός δανεισμός → δείτε τον όρο γλωσσικό δάνειο
Σύνθετα
- αλληλοδανεισμός
- αναδανεισμός
- διαδανεισμός
- ενεχυροδανεισμός
- υπερδανεισμός
- χρησιδανεισμός
Αναφορές
- δανεισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- δανεισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δανεισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- λήγουν σε -δανεισμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δανεισμός | οἱ | δανεισμοί |
| γενική | τοῦ | δανεισμοῦ | τῶν | δανεισμῶν |
| δοτική | τῷ | δανεισμῷ | τοῖς | δανεισμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | δανεισμόν | τοὺς | δανεισμούς |
| κλητική ὦ! | δανεισμέ | δανεισμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δανεισμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δανεισμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
- ἐκδανεισμός
- προδανεισμός
Πηγές
- δανεισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δανεισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.