υπερδανεισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπερδανεισμός | οι | υπερδανεισμοί |
| γενική | του | υπερδανεισμού | των | υπερδανεισμών |
| αιτιατική | τον | υπερδανεισμό | τους | υπερδανεισμούς |
| κλητική | υπερδανεισμέ | υπερδανεισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.ða.niˈzmos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.