δάνεισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δάνεισμα | τα | δανείσματα |
| γενική | του | δανείσματος | των | δανεισμάτων |
| αιτιατική | το | δάνεισμα | τα | δανείσματα |
| κλητική | δάνεισμα | δανείσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δάνεισμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δάνεισμα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈða.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δά‐νει‐σμα
Μεταφράσεις
δάνεισμα
|
Αναφορές
- δάνεισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δάνεισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δάνεισμᾰ | τὰ | δανείσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | δανείσμᾰτος | τῶν | δανεισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | δανείσμᾰτῐ | τοῖς | δανείσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | δάνεισμᾰ | τὰ | δανείσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | δάνεισμᾰ | δανείσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δανείσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δανεισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- δάνεισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάνεισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.