δάνειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δάνειον | τὰ | δάνειᾰ |
| γενική | τοῦ | δανείου | τῶν | δανείων |
| δοτική | τῷ | δανείῳ | τοῖς | δανείοις |
| αιτιατική | τὸ | δάνειον | τὰ | δάνειᾰ |
| κλητική ὦ! | δάνειον | δάνειᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δανείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δανείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δάνειον < → δείτε τη λέξη δάνος
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
δανει-
δανει-
- ἀδάνειστος
- ἀνεπιδάνειστος
- ἀντιδανειστέον
- δανειακός
- δανείζω
- δανειοκόπος
- δάνεισμα
- δανεισμός
- δανειστέον
- δανειστής
- δανειστικός
- δανείστρια
- εἰσδανείζω
- ἐκδάνεισις
- ἐκδανεισμός
- ἐκδανειστής
- ἐκδανειστικός
- ἐκδανείζω
- ἐπιδανείζω
- ἡμεροδανειστής
- καταδάνειος
- μισοδανειστής
- προδανεισμός
- προδανειστής
- προδανείζω
- προσδανείζω
- συνδανείζομαι
Συγγενικά
Πηγές
- δάνειον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάνειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.