δάνειον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δάνειον τὰ δάνει
      γενική τοῦ δανείου τῶν δανείων
      δοτική τῷ δανεί τοῖς δανείοις
    αιτιατική τὸ δάνειον τὰ δάνει
     κλητική ! δάνειον δάνει
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δανείω
γεν-δοτ τοῖν  δανείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δάνειον <  δείτε τη λέξη δάνος

Ουσιαστικό

δάνειον, -ου ουδέτερο

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
δανει- 

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.