δίρριχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίρριχτος η δίρριχτη το δίρριχτο
      γενική του δίρριχτου της δίρριχτης του δίρριχτου
    αιτιατική τον δίρριχτο τη δίρριχτη το δίρριχτο
     κλητική δίρριχτε δίρριχτη δίρριχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίρριχτοι οι δίρριχτες τα δίρριχτα
      γενική των δίρριχτων των δίρριχτων των δίρριχτων
    αιτιατική τους δίρριχτους τις δίρριχτες τα δίρριχτα
     κλητική δίρριχτοι δίρριχτες δίρριχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίρριχτος < δι- + -ρ- + ρίχνω + -τος

Επίθετο

δίρριχτος

  • άλλη γραφή του δίριχτος
    Το αρχικό ύψος της οροφής, η οποία είχε σχήμα δίρριχτης στέγης, υπολογίζεται στα 3,5 μ.[1] ()
    δίρριχτη στέγη με δύο τριγωνικές απολήξεις στις στενές πλευρές (συναντάται στα κτίρια 8 και 9).[2]

Αναφορές

  1. Σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη κοντά στον Ορχομενό, Εφημερίδα των Συντακτών
  2. Στέγες, ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ - ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.