δέων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δέων | η | δέουσα | το | δέον |
| γενική | του | δέοντος | της | δέουσας & δεούσης* |
του | δέοντος |
| αιτιατική | τον | δέοντα | τη | δέουσα | το | δέον |
| κλητική | δέων | δέουσα | δέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δέοντες | οι | δέουσες | τα | δέοντα |
| γενική | των | δεόντων | των | δεουσών | των | δεόντων |
| αιτιατική | τους | δέοντες | τις | δέουσες | τα | δέοντα |
| κλητική | δέοντες | δέουσες | δέοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δέων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δέων < αρχαία ελληνική τὸ δέον, ουσιαστικοποιημένη ουδέτερη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δεῖ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðe.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐ων
- ομόηχο: δέον
Συνώνυμα
Αναφορές
- δέων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.