δέων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δέων η δέουσα το δέον
      γενική του δέοντος της δέουσας
& δεούσης*
του δέοντος
    αιτιατική τον δέοντα τη δέουσα το δέον
     κλητική δέων δέουσα δέον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δέοντες οι δέουσες τα δέοντα
      γενική των δεόντων των δεουσών των δεόντων
    αιτιατική τους δέοντες τις δέουσες τα δέοντα
     κλητική δέοντες δέουσες δέοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δέων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δέων < αρχαία ελληνική τὸ δέον, ουσιαστικοποιημένη ουδέτερη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δεῖ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðe.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέων
ομόηχο: δέον

Μετοχή

δέων, -ουσα, -ον

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.