δέοντα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέοντα < ουσιαστικό δέον

Ουσιαστικό

δέοντα ουδέτερο πληθυντικός

  1. τα χαιρετίσματα
    τα δέοντα στη μητέρα σας
  2. τα πρέποντα, τα σωστά
    θα κάνω τα δέοντα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.