γρῖφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γρῖφος | οἱ | γρῖφοι |
| γενική | τοῦ | γρίφου | τῶν | γρίφων |
| δοτική | τῷ | γρίφῳ | τοῖς | γρίφοις |
| αιτιατική | τὸν | γρῖφον | τοὺς | γρίφους |
| κλητική ὦ! | γρῖφε | γρῖφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γρίφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γρίφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρῖφος < Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση λόγω της εναλλαγής των γραμμάτων π/φ. Δεν σχετίζεται με το γέρρον.[1]
Ουσιαστικό
γρῖφος, -ου αρσενικό
- (μεταφορικά) ασαφές ρητό, αίνιγμα, γρίφος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 20
- [ΣΩ.] οὐδὲν ἄρα γρίφου διαφέρει Κλεώνυμος.
- [ΣΩΣ.] Ώστε γρίφος και Κλεώνυμος καθόλου δε διαφέρουν.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΣΩ.] οὐδὲν ἄρα γρίφου διαφέρει Κλεώνυμος.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ τὰ ἄλογα λόγῳ χρῆσθαι, Section 4, 988a, 20 @scaife.perseus
- καὶ τὴν Σφίγγα ἐκείνην οὐκ ἂν ὤνησεν ἡ σοφία περὶ τὸ Φίκιον ἄνω καθεζομένην, αἰνίγματα καὶ γρίφους πλέκουσαν, εἰ μὴ ῥώμῃ καὶ ἀνδρείᾳ πολὺ τῶν Καδμείων ἐπεκράτει.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 10, 86 @scaife.perseus, @el.wikisource
- τίνα δὲ κόλασιν ὑπέμενον Ἀθήνησιν οἱ μὴ λύσαντες τὸν προτεθέντα γρῖφον, εἴ γε ἔπινον φιάλην ἅλμῃ κεκερασμένην, ὡς καὶ ὁ Κλέαρχος προεῖπεν ἐν τῷ ὅρῳ;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 20
- (αλιεία) άλλη μορφή του γρῖπος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI, 1.2, p.3.4 @scaife.perseus
- ταύταις ταῖς χερσὶν ἄνθρωπος καὶ ἱμάτιον ὑφῄνατο, καὶ δίκτυον ἐπλέξατο, καὶ πόρκον, καὶ γρίφον, καὶ νεφέλην, ὥστ’ οὐ μόνον τῶν ἐν γῇ ζώων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν θαλάττῃ τε καὶ ἀέρι κρατεῖ. τοιοῦτον μὲν αὐτῷ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον ἡ χείρ.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 3.80 @scaife.perseus
- τῶν τὰ μὲν ἀμφίβληστρα, τὰ δὲ γρῖφοι καλέονται,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI, 1.2, p.3.4 @scaife.perseus
Συγγενικά
- γριφάομαι
- γριφεύω
- γριφοειδής
- γριφολογέω
- γριφοπλόκος
- γριφότης
- γριφώδης
- γρίφωσις
Αναφορές
- s.v.- γρῖπος σελ. 287 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- γρῖφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γρῖφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.