γριφώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γριφώδης | η | γριφώδης | το | γριφώδες |
| γενική | του | γριφώδους | της | γριφώδους | του | γριφώδους |
| αιτιατική | τον | γριφώδη | τη | γριφώδη | το | γριφώδες |
| κλητική | γριφώδη(ς) | γριφώδης | γριφώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γριφώδεις | οι | γριφώδεις | τα | γριφώδη |
| γενική | των | γριφωδών | των | γριφωδών | των | γριφωδών |
| αιτιατική | τους | γριφώδεις | τις | γριφώδεις | τα | γριφώδη |
| κλητική | γριφώδεις | γριφώδεις | γριφώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γριφώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γριφώδης < αρχαία ελληνική γρῖφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾiˈfo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρι‐φώ‐δης
Επίθετο
γριφώδης, -ης, -ες
- που είναι γεμάτος γρίφους ή μοιάζει με γρίφο
- ※ Πυθία είναι η κατηγορουμένη, γριφώδη γλώσσα μεταχειρίζεται. (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γρίφος
Μεταφράσεις
γριφώδης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.