ζήτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζήτημα | τα | ζητήματα |
| γενική | του | ζητήματος | των | ζητημάτων |
| αιτιατική | το | ζήτημα | τα | ζητήματα |
| κλητική | ζήτημα | ζητήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζήτημα < αρχαία ελληνική ζήτημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzi.ti.ma/
Ουσιαστικό
ζήτημα ουδέτερο
- αυτό που ζητώ να βρω, να λύσω, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να αντιμετωπίσω
- σημαντικό θέμα που μας απασχολεί
- ερώτημα σε διαγώνισμα
Εκφράσεις
- είναι ζήτημα
- ζήτημα ζωής και θανάτου
Παράγωγα
- ζητηματάκι
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.