avis
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- avis < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *awis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éwis (πουλί)
Ουσιαστικό
avis (la) θηλυκό
- (ζώο) πουλί
- ※ quovis admittunt aves, picus et cornix ab laeva, corvos parra ab dextera consuadent; certum herclest vostram consequi sententiam. (Τίτος Μάκκιος Πλαύτος, Asinaria, 259–261)
- (μεταφορικά) οιωνός
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | avis | avēs |
| γενική | avis | avium |
| δοτική | avī | avibus |
| αιτιατική | avem | avēs/avīs |
| κλητική | avis | avēs |
| αφαιρετική | ave | avibus |
Αναφορές
- avis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.