γνωρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γνωρίζομαι < αρχαία ελληνική γνωρίζω

Ρήμα

γνωρίζομαι

  • έχω σχέσεις, επαφή, γνωριμία με κάποιον
γνωρίστηκαν στην Ελβετία
γνωριζόμαστε από το σχολείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.