γνωστικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γνωστικισμός οι γνωστικισμοί
      γενική του γνωστικισμού των γνωστικισμών
    αιτιατική τον γνωστικισμό τους γνωστικισμούς
     κλητική γνωστικισμέ γνωστικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνωστικισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gnosticisme < gnostique + -isme (-ισμός) < μεσαιωνική λατινική gnostici < αρχαία ελληνική γνωστικός < γνώση < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵiǵneh₃- < *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)

Ουσιαστικό

γνωστικισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία, θρησκεία) φιλοσοφική και θρησκευτική θεώρηση του κόσμου, εβραϊκών και παλαιοχριστιανικών αιρέσεων, που προσεγγίζουν με μυστικιστικό τρόπο την γνώση και τη θεία γνώση
      Ανάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀντιθετικοὺς ὑπαρκτικούς πόλους διαστρωματώνεται η σύνολη πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάπου στὸ μέσον τῆς κλίμακας: ὡς σῶμα μετέχει στην ὑλικὴ φύση τοῦ κακοῦ καὶ ὡς πνεῦμα στὴν πραγματικότητα τοῦ ἀγαθοῦ. Αὐτὴ ἡ ὀντολογική σχιζοείδεια πού καθορίζει ὑπαρκτικὰ τὸν ἄνθρωπο, συνεπάγεται καὶ συγκεκριμένη ηθική: Ὁ Γνωστικισμός κηρύττει τὴν ἔμπρακτη ἀπέχθεια γιὰ τὴν ὕλη, ἑπομένως τήν περιφρόνηση καὶ ἐχθρότητα γιὰ τὸ σῶμα, τὴ βδελυγμία γιὰ κάθε ἡδονή, ἰδιαίτερα γιὰ τὴ σεξουαλικότητα.
    Χρήστος Γιανναράς, Το αίνιγμα του κακού, (2008), Αθήνα, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 4 @google.books

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.