αγκλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκλίτσα | οι | αγκλίτσες |
| γενική | της | αγκλίτσας | — | |
| αιτιατική | την | αγκλίτσα | τις | αγκλίτσες |
| κλητική | αγκλίτσα | αγκλίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκλίτσα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης кључ / ključ[1] (kʎûːtʃ: κλειδί, γάντζος)
- Υπάρχει και η άποψη < *αγκυλίτσα < αρχαία ελληνική ἀγκύλος[2][3] < πρωτοσλαβική *ključь < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈɡli.t͡sa/
Μεταφράσεις
αγκλίτσα
|
Αναφορές
- Χαράλαμπος Χαρίσης, Μία νέα ετυμολογία της (αγ)κλίτσας, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 2018, 37
- αγκλίτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.