άρμεγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρμεγμα τα αρμέγματα
      γενική του αρμέγματος των αρμεγμάτων
    αιτιατική το άρμεγμα τα αρμέγματα
     κλητική άρμεγμα αρμέγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άρμεγμα αγελάδας.

Ετυμολογία

άρμεγμα < αρμέγω

Ουσιαστικό

άρμεγμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αρμέγω
  2. (συνεκδοχικά): η εκμετάλλευση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.