γάντζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γάντζος | οι | γάντζοι |
| γενική | του | γάντζου | των | γάντζων |
| αιτιατική | τον | γάντζο | τους | γάντζους |
| κλητική | γάντζε | γάντζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μεταλλικός γάντζος γερανού.
Ετυμολογία
- γάντζος < (άμεσο δάνειο) βενετική ganzo < αρχαία ελληνική γαμψός (αντιδάνειο)[1] Συγκρίνετε με το γάντζα και κάντζα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣan.d͡zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γάν‐τζος
Παράγωγα
- αγάντζωτος
- γαντζώνω
- γάντζωμα
- ξεγαντζώνω
Αναφορές
- γάντζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γάντζα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.