μνηστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μνηστήρας οι μνηστήρες
      γενική του μνηστήρα των μνηστήρων
    αιτιατική τον μνηστήρα τους μνηστήρες
     κλητική μνηστήρα μνηστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μνηστήρας < αρχαία ελληνική μνηστήρ < αρχαία ελληνική μνάομαι

Ουσιαστικό

μνηστήρας αρσενικό

  1. αυτός που έχει δώσει επίσημη υπόσχεση γάμου σε μια γυναίκα, ο αρραβωνιαστικός
  2. αυτός που επιδιώκει να παντρευτεί μια γυναίκα
    οι μνηστήρες της Πηνελόπης
  3. (μεταφορικά) o υποψήφιος που ανταγωνίζεται άλλους για την απόκτηση μιας επίζηλης θέσης
    οι μνηστήρες του θρόνου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.