γαμπριλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαμπριλίκι τα γαμπριλίκια
      γενική
    αιτιατική το γαμπριλίκι τα γαμπριλίκια
     κλητική γαμπριλίκι γαμπριλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαμπριλίκι < γαμπρός και -λίκι, τουρκικής προέλευσης κατάληξη [κατ' απομίμηση λέξεων τουρκικής προέλευσης, όπως το κιμπαριλίκι < (kibarlık)]

Ουσιαστικό

γαμπριλίκι ουδέτερο

  1. η συμπεριφορά και εμφάνιση κάποιου ως γαμπρού, που φιλοδοξεί να γίνει κυριολεκτικά γαμπρός ή που θέλει απλώς να κατακτήσει ερωτικά μια κοπέλα
  2. στον πληθυντικό: τα έξοδα για το ντύσιμο του γαμπρού στο γάμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.