groom

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
groom grooms

groom (en)

  1. ο ιπποκόμος
  2. ο νεόνυμφος
  3. ο αξιωματικός των ανακτόρων (στην υπηρεσία του βασιλικού υπνοδωματίου)

Ρήμα

ενεστώτας groom
γ΄ ενικό ενεστώτα grooms
αόριστος groomed
παθητική μετοχή groomed
ενεργητική μετοχή grooming

groom (en)

  1. επιδένω (άλογα, κλπ.)
  2. προετοιμάζω (για μία θέση στην πολιτική κλπ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.