groom
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| groom | grooms |
groom (en)
- ο ιπποκόμος
- ο νεόνυμφος
- ο αξιωματικός των ανακτόρων (στην υπηρεσία του βασιλικού υπνοδωματίου)
Ρήμα
| ενεστώτας | groom |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | grooms |
| αόριστος | groomed |
| παθητική μετοχή | groomed |
| ενεργητική μετοχή | grooming |
groom (en)
- επιδένω (άλογα, κλπ.)
- προετοιμάζω (για μία θέση στην πολιτική κλπ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.