γεροντισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γεροντισμός | οι | γεροντισμοί |
| γενική | του | γεροντισμού | των | γεροντισμών |
| αιτιατική | τον | γεροντισμό | τους | γεροντισμούς |
| κλητική | γεροντισμέ | γεροντισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεροντισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gérontisme < αρχαία ελληνική γέρων
Ουσιαστικό
γεροντισμός αρσενικό
- (ιατρική) η πρόωρη εμφάνιση χαρακτηριστικών γέρου σε άτομα νεαρής ηλικίας
- (κατ’ επέκταση) παραξενιές και ιδιοτροπίες στη συμπεριφορά ενός γέρου
- η αρνητική διάκριση και προκατάληψη ενάντια στην μεγάλη ηλικία ageism
Μεταφράσεις
γεροντισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.