γερόντιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γερόντιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γερόντιον. Συγχρονικά αναλύεται σε γέροντ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

γερόντιον ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • γεροντάτα
  • γέρουκας (υβριστικό)
  •  και δείτε τις λέξεις γέροντας και γέρος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γερόντιον τὰ γερόντι
      γενική τοῦ γεροντίου τῶν γεροντίων
      δοτική τῷ γεροντί τοῖς γεροντίοις
    αιτιατική τὸ γερόντιον τὰ γερόντι
     κλητική ! γερόντιον γερόντι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεροντίω
γεν-δοτ τοῖν  γεροντίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερόντιον < (γέρων) γεροντ-   + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

γερόντιον ουδέτερο

  1. αδύναμος ηλικιωμένος άνδρας
  2. (ελληνιστική σημασία) η γερουσία των Καρχηδονίων (στον Πολύβιο)
     συνώνυμα: γεροντικόν

Συνώνυμα

  • γεροντάριον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.