γερόντισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γερόντισσα οι γερόντισσες
      γενική της γερόντισσας των γεροντισσών
    αιτιατική τη γερόντισσα τις γερόντισσες
     κλητική γερόντισσα γερόντισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερόντισσα < γέροντας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

γερόντισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη  γέροντας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.