γεροντίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεροντίστικος η γεροντίστικη το γεροντίστικο
      γενική του γεροντίστικου της γεροντίστικης του γεροντίστικου
    αιτιατική τον γεροντίστικο τη γεροντίστικη το γεροντίστικο
     κλητική γεροντίστικε γεροντίστικη γεροντίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροντίστικοι οι γεροντίστικες τα γεροντίστικα
      γενική των γεροντίστικων των γεροντίστικων των γεροντίστικων
    αιτιατική τους γεροντίστικους τις γεροντίστικες τα γεροντίστικα
     κλητική γεροντίστικοι γεροντίστικες γεροντίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεροντίστικος < γέροντας + -ίστικος

Επίθετο

γεροντίστικος, -η, -ο

  1. που χαρακτηρίζει ένα γέροντα (αλλά πιθανόν λέγεται και για κάποιον νεότερο)
    γεροντίστικο ντύσιμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.