γάντι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάντι τα γάντια
      γενική του γαντιού των γαντιών
    αιτιατική το γάντι τα γάντια
     κλητική γάντι γάντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα ζευγάρι γάντια.
Γάντια κηπουρικής.
Γάντια πυγμαχίας.

Ετυμολογία

γάντι < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική gant + [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣan.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάντι

Ουσιαστικό

γάντι ουδέτερο

  • (ενδυμασία) κάλυμμα για την προστασία του χεριού, από μαλλί, δέρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό που εφαρμόζει τις περισσότερες φορές σε κάθε δάχτυλο, ή σε όλα με χωριστό τον αντιτακτό αντίχειρα
    χειρουργικά γάντια, γάντια του μποξ, γάντια της κουζίας

Εκφράσεις

Παράγωγα

  • γαντάκι

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γάντι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.