γάντι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γάντι | τα | γάντια |
| γενική | του | γαντιού | των | γαντιών |
| αιτιατική | το | γάντι | τα | γάντια |
| κλητική | γάντι | γάντια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα ζευγάρι γάντια.
.jpg.webp)
Γάντια κηπουρικής.

Γάντια πυγμαχίας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐ντι
Ουσιαστικό
γάντι ουδέτερο
Εκφράσεις
- φέρομαι με το γάντι: συμπεριφέρομαι με ευγένεια
- μου έρχεται γάντι: μου εφαρμόζει απόλυτα
- ρίχνω το γάντι: προκαλώ κάποιον σε μονομαχία ή γενικότερα σε αντιπαράθεση
Παράγωγα
- γαντάκι
Σύνθετα
-
γάντι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γάντι
|
Αναφορές
- γάντι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.