γαντοφορεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαντοφορεμένος | η | γαντοφορεμένη | το | γαντοφορεμένο |
| γενική | του | γαντοφορεμένου | της | γαντοφορεμένης | του | γαντοφορεμένου |
| αιτιατική | τον | γαντοφορεμένο | τη | γαντοφορεμένη | το | γαντοφορεμένο |
| κλητική | γαντοφορεμένε | γαντοφορεμένη | γαντοφορεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαντοφορεμένοι | οι | γαντοφορεμένες | τα | γαντοφορεμένα |
| γενική | των | γαντοφορεμένων | των | γαντοφορεμένων | των | γαντοφορεμένων |
| αιτιατική | τους | γαντοφορεμένους | τις | γαντοφορεμένες | τα | γαντοφορεμένα |
| κλητική | γαντοφορεμένοι | γαντοφορεμένες | γαντοφορεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Γαντοφορεμένες γυναίκες σε παγκάκι.
Ετυμολογία
- γαντοφορεμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
γαντοφορεμένος, -η, -ο
- που φοράει γάντια
- ※ Ύστερα άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι της κι έπιασε σχεδόν με φρίκη το σίδερο της πόρτας. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.