βωμολοχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βωμολοχία οι βωμολοχίες
      γενική της βωμολοχίας των βωμολοχιών
    αιτιατική τη βωμολοχία τις βωμολοχίες
     κλητική βωμολοχία βωμολοχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βωμολοχία < αρχαία ελληνική βωμολοχία. Δείτε τις αρχαίες λέξεις βωμός, λέχω

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.mo.loˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βωμολοχία

Ουσιαστικό

βωμολοχία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βωμολοχί αἱ βωμολοχίαι
      γενική τῆς βωμολοχίᾱς τῶν βωμολοχιῶν
      δοτική τῇ βωμολοχί ταῖς βωμολοχίαις
    αιτιατική τὴν βωμολοχίᾱν τὰς βωμολοχίᾱς
     κλητική ! βωμολοχί βωμολοχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βωμολοχί
γεν-δοτ τοῖν  βωμολοχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βωμολοχία < βωμολόχ(ος) + -ία. Αναλύεται σε βωμός + -ο- + -λοχία. Δείτε και λοχάω, λέχω.

Ουσιαστικό

βωμολοχία θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις λοχάω και λέχω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.