εὐτραπελία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐτραπελίᾱ | αἱ | εὐτραπελίαι |
| γενική | τῆς | εὐτραπελίᾱς | τῶν | εὐτραπελιῶν |
| δοτική | τῇ | εὐτραπελίᾳ | ταῖς | εὐτραπελίαις |
| αιτιατική | τὴν | εὐτραπελίᾱν | τὰς | εὐτραπελίᾱς |
| κλητική ὦ! | εὐτραπελίᾱ | εὐτραπελίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐτραπελίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐτραπελίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εὐτραπελία < εὐτράπελ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
εὐτραπελία θηλυκό
- η ιδιότητα του ευτράπελου· ζωηρότητα, χιούμορ, αστεϊσμός
- (στον πληθυντικό: αἱ εὐτραπελίαι) οι αστειότητες, η ευθυμία
- (σπάνιο, με αρνητική σημασία) βωμολοχία
Πηγές
- εὐτραπελία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐτραπελία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.