λοχάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λοχάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
λοχάω (συνηρημένο λοχῶ)
- στήνω ενέδρα, παραφυλάω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 181 (στίχοι 180-181)
- τὸν δὲ μνηστῆρες ἀγαυοὶ | οἴκαδ᾽ ἰόντα λοχῶσιν,
- στο μεταξύ περήφανοι οι μνηστήρες | τού έστησαν καρτέρι, παραφυλάγοντας τον γυρισμό του·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τὸν δὲ μνηστῆρες ἀγαυοὶ | οἴκαδ᾽ ἰόντα λοχῶσιν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 22.2
- οὗτοι ἀπὸ θήρης ζώοντες τρόπῳ τοιῷδε· λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς,
- αυτοί ζουν από το κυνήγι· νά πώς κάνουν: ο κυνηγός παραμονεύει ανεβασμένος σε δέντρο,
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οὗτοι ἀπὸ θήρης ζώοντες τρόπῳ τοιῷδε· λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 181 (στίχοι 180-181)
- (+ αιτ. τόπου) καταλαμβάνω στήνοντας ενέδρα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 121.1
- πυθόμενοι γὰρ ὡς στρατεύεσθαι ὁρμέαται οἱ Πέρσαι ἐπὶ τὰς πόλις σφέων, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν,
- Δηλαδή, μαθαίνοντας πως οι Πέρσες ξεκίνησαν με στρατό να χτυπήσουν τις πολιτείες τους, έστησαν καρτέρι στο δρόμο της Πηδάσου,
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- πυθόμενοι γὰρ ὡς στρατεύεσθαι ὁρμέαται οἱ Πέρσαι ἐπὶ τὰς πόλις σφέων, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 121.1
- (μεταφορικά) (ελληνιστική σημασία) στήνω παγίδα φιλίας
- (ελληνιστική σημασία) ξαφνιάζω, εκπλήσσω κάποιον
Σύνθετα
- ἐλλοχάω
- συλλοχάω
- ὑπολοχάω
Συνώνυμα
- λοχάζω
Συγγενικά
- ἐλλόχησις
- λοχάδην
- λοχαῖος
- λόχησις
- λοχητής
- λοχητικός
Πηγές
- λοχάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοχάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.