obscenity
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| obscenity | obscenities |
Προφορά
- ΔΦΑ : /əbˈsɛ.nɪ.ti/
Ουσιαστικό
obscenity (en)
- η ανηθικότητα, η αισχρότητα, το αίσχος, το χύδην δρώμενο, η παλιοσυμπεριφορά
- η αισχροέπεια, η αισχρολογία, η χυδαιολογία, η βωμολοχία, οι βρισιές
Συγγενικά
- obscene
- obscenely
- obsceneness
-
obscenity στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.