άσεμνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσεμνος η άσεμνη το άσεμνο
      γενική του άσεμνου της άσεμνης του άσεμνου
    αιτιατική τον άσεμνο την άσεμνη το άσεμνο
     κλητική άσεμνε άσεμνη άσεμνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσεμνοι οι άσεμνες τα άσεμνα
      γενική των άσεμνων των άσεμνων των άσεμνων
    αιτιατική τους άσεμνους τις άσεμνες τα άσεμνα
     κλητική άσεμνοι άσεμνες άσεμνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσεμνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσεμνος (αναξιοπρεπής) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indécent [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.se.mnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσεμνος

Επίθετο

άσεμνος, -η, -ο

  • όχι σεμνός, απρεπής, αισχρός, ιδιαίτερα σε σχέση με τα αφροδίσια
    άσεμνη χειρονομία
     αντώνυμα: σεμνός

Παράγωγα

Εκφράσεις

  • νόμος περί ασέμνων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.