βυθισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυθισμένος η βυθισμένη το βυθισμένο
      γενική του βυθισμένου της βυθισμένης του βυθισμένου
    αιτιατική τον βυθισμένο τη βυθισμένη το βυθισμένο
     κλητική βυθισμένε βυθισμένη βυθισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυθισμένοι οι βυθισμένες τα βυθισμένα
      γενική των βυθισμένων των βυθισμένων των βυθισμένων
    αιτιατική τους βυθισμένους τις βυθισμένες τα βυθισμένα
     κλητική βυθισμένοι βυθισμένες βυθισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

βυθισμένος





Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.