βύθισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βύθισμα τα βυθίσματα
      γενική του βυθίσματος των βυθισμάτων
    αιτιατική το βύθισμα τα βυθίσματα
     κλητική βύθισμα βυθίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βύθισμα < βυθίζω + -μα

Ουσιαστικό

βύθισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.