αβύθιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβύθιστος | η | αβύθιστη | το | αβύθιστο |
| γενική | του | αβύθιστου | της | αβύθιστης | του | αβύθιστου |
| αιτιατική | τον | αβύθιστο | την | αβύθιστη | το | αβύθιστο |
| κλητική | αβύθιστε | αβύθιστη | αβύθιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβύθιστοι | οι | αβύθιστες | τα | αβύθιστα |
| γενική | των | αβύθιστων | των | αβύθιστων | των | αβύθιστων |
| αιτιατική | τους | αβύθιστους | τις | αβύθιστες | τα | αβύθιστα |
| κλητική | αβύθιστοι | αβύθιστες | αβύθιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αβύθιστος , -η , -ο
- που δεν έχει βυθιστεί
- που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί
- ο ΄΄Τιτανικός΄΄, θεωρείτο αβύθιστος πριν από το ναυάγιο
Μεταφράσεις
αβύθιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.