ακαταβύθιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταβύθιστος η ακαταβύθιστη το ακαταβύθιστο
      γενική του ακαταβύθιστου της ακαταβύθιστης του ακαταβύθιστου
    αιτιατική τον ακαταβύθιστο την ακαταβύθιστη το ακαταβύθιστο
     κλητική ακαταβύθιστε ακαταβύθιστη ακαταβύθιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταβύθιστοι οι ακαταβύθιστες τα ακαταβύθιστα
      γενική των ακαταβύθιστων των ακαταβύθιστων των ακαταβύθιστων
    αιτιατική τους ακαταβύθιστους τις ακαταβύθιστες τα ακαταβύθιστα
     κλητική ακαταβύθιστοι ακαταβύθιστες ακαταβύθιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαταβύθιστος < α- στερητικό + καταβυθίζω + -τος

Επίθετο

ακαταβύθιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καταβυθιστεί
  2. που δεν μπορεί κανείς να τον καταβυθίσει, επειδή είναι πολύ καλά κατασκευασμένος και εξοπλισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.