καταβύθιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταβύθιση οι καταβυθίσεις
      γενική της καταβύθισης* των καταβυθίσεων
    αιτιατική την καταβύθιση τις καταβυθίσεις
     κλητική καταβύθιση καταβυθίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταβυθίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταβύθιση < κατα- + βύθιση

Ουσιαστικό

καταβύθιση θηλυκό

  1. πλήρης βύθιση
  2. δημιουργία ενός στερεού σε ένα διάλυμα ή μέσα σε ένα άλλο στερεό κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.