καταβύθιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταβύθιση | οι | καταβυθίσεις |
| γενική | της | καταβύθισης* | των | καταβυθίσεων |
| αιτιατική | την | καταβύθιση | τις | καταβυθίσεις |
| κλητική | καταβύθιση | καταβυθίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταβυθίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καταβύθιση θηλυκό
- πλήρης βύθιση
- δημιουργία ενός στερεού σε ένα διάλυμα ή μέσα σε ένα άλλο στερεό κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης
Μεταφράσεις
καταβύθιση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.