βύθιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βύθιση | οι | βυθίσεις |
| γενική | της | βύθισης* | των | βυθίσεων |
| αιτιατική | τη | βύθιση | τις | βυθίσεις |
| κλητική | βύθιση | βυθίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βυθίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.θi.si/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.