καταποντίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κατά + πόντος (= θάλασσα - βλ. ποντικός, Εύξεινος Πόντος)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταποντίζω | καταπόντιζα | θα καταποντίζω | να καταποντίζω | καταποντίζοντας | |
| β' ενικ. | καταποντίζεις | καταπόντιζες | θα καταποντίζεις | να καταποντίζεις | καταπόντιζε | |
| γ' ενικ. | καταποντίζει | καταπόντιζε | θα καταποντίζει | να καταποντίζει | ||
| α' πληθ. | καταποντίζουμε | καταποντίζαμε | θα καταποντίζουμε | να καταποντίζουμε | ||
| β' πληθ. | καταποντίζετε | καταποντίζατε | θα καταποντίζετε | να καταποντίζετε | καταποντίζετε | |
| γ' πληθ. | καταποντίζουν(ε) | καταπόντιζαν καταποντίζαν(ε) |
θα καταποντίζουν(ε) | να καταποντίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταπόντισα | θα καταποντίσω | να καταποντίσω | καταποντίσει | ||
| β' ενικ. | καταπόντισες | θα καταποντίσεις | να καταποντίσεις | καταπόντισε | ||
| γ' ενικ. | καταπόντισε | θα καταποντίσει | να καταποντίσει | |||
| α' πληθ. | καταποντίσαμε | θα καταποντίσουμε | να καταποντίσουμε | |||
| β' πληθ. | καταποντίσατε | θα καταποντίσετε | να καταποντίσετε | καταποντίστε | ||
| γ' πληθ. | καταπόντισαν καταποντίσαν(ε) |
θα καταποντίσουν(ε) | να καταποντίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταποντίσει | είχα καταποντίσει | θα έχω καταποντίσει | να έχω καταποντίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταποντίσει | είχες καταποντίσει | θα έχεις καταποντίσει | να έχεις καταποντίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταποντίσει | είχε καταποντίσει | θα έχει καταποντίσει | να έχει καταποντίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταποντίσει | είχαμε καταποντίσει | θα έχουμε καταποντίσει | να έχουμε καταποντίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταποντίσει | είχατε καταποντίσει | θα έχετε καταποντίσει | να έχετε καταποντίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταποντίσει | είχαν καταποντίσει | θα έχουν καταποντίσει | να έχουν καταποντίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταποντίζομαι | καταποντιζόμουν(α) | θα καταποντίζομαι | να καταποντίζομαι | ||
| β' ενικ. | καταποντίζεσαι | καταποντιζόσουν(α) | θα καταποντίζεσαι | να καταποντίζεσαι | (καταποντίζου) | |
| γ' ενικ. | καταποντίζεται | καταποντιζόταν(ε) | θα καταποντίζεται | να καταποντίζεται | ||
| α' πληθ. | καταποντιζόμαστε | καταποντιζόμαστε καταποντιζόμασταν |
θα καταποντιζόμαστε | να καταποντιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταποντίζεστε | καταποντιζόσαστε καταποντιζόσασταν |
θα καταποντίζεστε | να καταποντίζεστε | (καταποντίζεστε) | |
| γ' πληθ. | καταποντίζονται | καταποντίζονταν καταποντιζόντουσαν |
θα καταποντίζονται | να καταποντίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταποντίστηκα | θα καταποντιστώ | να καταποντιστώ | καταποντιστεί | ||
| β' ενικ. | καταποντίστηκες | θα καταποντιστείς | να καταποντιστείς | καταποντίσου | ||
| γ' ενικ. | καταποντίστηκε | θα καταποντιστεί | να καταποντιστεί | |||
| α' πληθ. | καταποντιστήκαμε | θα καταποντιστούμε | να καταποντιστούμε | |||
| β' πληθ. | καταποντιστήκατε | θα καταποντιστείτε | να καταποντιστείτε | καταποντιστείτε | ||
| γ' πληθ. | καταποντίστηκαν καταποντιστήκαν(ε) |
θα καταποντιστούν(ε) | να καταποντιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταποντιστεί | είχα καταποντιστεί | θα έχω καταποντιστεί | να έχω καταποντιστεί | καταποντισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταποντιστεί | είχες καταποντιστεί | θα έχεις καταποντιστεί | να έχεις καταποντιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταποντιστεί | είχε καταποντιστεί | θα έχει καταποντιστεί | να έχει καταποντιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταποντιστεί | είχαμε καταποντιστεί | θα έχουμε καταποντιστεί | να έχουμε καταποντιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταποντιστεί | είχατε καταποντιστεί | θα έχετε καταποντιστεί | να έχετε καταποντιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταποντιστεί | είχαν καταποντιστεί | θα έχουν καταποντιστεί | να έχουν καταποντιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.