βουλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βουλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουλίζω & βουλιάζω < ελληνιστική κοινή grc (εξετάζω το πόσο βάθος έχει η θάλασσα ρίχνοντας μέσα μία βολίδα)

Προφορά

ΔΦΑ : /vuˈʎa.zo/

Ρήμα

βουλιάζω, πρτ.: βούλιαζα, αόρ.: βούλιαξα, μτχ.π.π.: βουλιαγμένος, (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) βυθίζω
  2. (αμετάβατο) βυθίζομαι
  3. υποχωρώ, παθαίνω καθίζηση
    βούλιαξε η πόρτα του αυτοκινήτου

Κλίση

  • Ενεργητική φωνή μόνον και μετοχή παθητικού παρακειμένου βουλιαγμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.