βουλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βουλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουλίζω & βουλιάζω < ελληνιστική κοινή grc (εξετάζω το πόσο βάθος έχει η θάλασσα ρίχνοντας μέσα μία βολίδα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈʎa.zo/
Ρήμα
βουλιάζω, πρτ.: βούλιαζα, αόρ.: βούλιαξα, μτχ.π.π.: βουλιαγμένος, (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
- Ενεργητική φωνή μόνον και μετοχή παθητικού παρακειμένου βουλιαγμένος
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βουλιάζω | βούλιαζα | θα βουλιάζω | να βουλιάζω | βουλιάζοντας | |
| β' ενικ. | βουλιάζεις | βούλιαζες | θα βουλιάζεις | να βουλιάζεις | βούλιαζε | |
| γ' ενικ. | βουλιάζει | βούλιαζε | θα βουλιάζει | να βουλιάζει | ||
| α' πληθ. | βουλιάζουμε | βουλιάζαμε | θα βουλιάζουμε | να βουλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | βουλιάζετε | βουλιάζατε | θα βουλιάζετε | να βουλιάζετε | βουλιάζετε | |
| γ' πληθ. | βουλιάζουν(ε) | βούλιαζαν βουλιάζαν(ε) |
θα βουλιάζουν(ε) | να βουλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βούλιαξα | θα βουλιάξω | να βουλιάξω | βουλιάξει | ||
| β' ενικ. | βούλιαξες | θα βουλιάξεις | να βουλιάξεις | βούλιαξε, βούλιαχ' | ||
| γ' ενικ. | βούλιαξε | θα βουλιάξει | να βουλιάξει | |||
| α' πληθ. | βουλιάξαμε | θα βουλιάξουμε | να βουλιάξουμε | |||
| β' πληθ. | βουλιάξατε | θα βουλιάξετε | να βουλιάξετε | βουλιάξτε, βουλιάχτε | ||
| γ' πληθ. | βούλιαξαν βουλιάξαν(ε) |
θα βουλιάξουν(ε) | να βουλιάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βουλιάξει | είχα βουλιάξει | θα έχω βουλιάξει | να έχω βουλιάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις βουλιάξει | είχες βουλιάξει | θα έχεις βουλιάξει | να έχεις βουλιάξει | έχε βουλιαγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει βουλιάξει | είχε βουλιάξει | θα έχει βουλιάξει | να έχει βουλιάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βουλιάξει | είχαμε βουλιάξει | θα έχουμε βουλιάξει | να έχουμε βουλιάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε βουλιάξει | είχατε βουλιάξει | θα έχετε βουλιάξει | να έχετε βουλιάξει | έχετε βουλιαγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν βουλιάξει | είχαν βουλιάξει | θα έχουν βουλιάξει | να έχουν βουλιάξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βουλιαγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βουλιαγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βουλιαγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βουλιαγμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.