κάνουλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάνουλα | οι | κάνουλες |
| γενική | της | κάνουλας | — | |
| αιτιατική | την | κάνουλα | τις | κάνουλες |
| κλητική | κάνουλα | κάνουλες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάνουλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάν(ν)ουλα αντιδάνειο < νεολατινική cannula, υποκοριστικό του canna < αρχαία ελληνική κάννη.[1] Προτείνεται[2] και ετυμολογική γραφή της λέξης με δύο <ν> (κάννουλα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.nu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐νου‐λα
Ουσιαστικό
κάνουλα θηλυκό
Αναφορές
- κάνουλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.