κρουνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρουνός | οι | κρουνοί |
| γενική | του | κρουνού | των | κρουνών |
| αιτιατική | τον | κρουνό | τους | κρουνούς |
| κλητική | κρουνέ | κρουνοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρουνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρουνός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾuˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρου‐νός
Ουσιαστικό
κρουνός αρσενικό
- βρύση που τοποθετείται συνήθως σε δρόμους για την παροχή μεγάλων ποσοτήτων νερού σε έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. πυρκαγιές)
- (μεταφορικά) αφθονία παροχών
Συγγενικά
Αναφορές
- κρουνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.