φουντάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουντάνα οι φουντάνες
      γενική της φουντάνας
    αιτιατική τη φουντάνα τις φουντάνες
     κλητική φουντάνα φουντάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουντάνα < ιταλική fontana (βρύση)

Προφορά

ΔΦΑ : /funˈta.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουντάνα

Ουσιαστικό

φουντάνα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 15.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.