βρισιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρισιά οι βρισιές
      γενική της βρισιάς των βρισιών
    αιτιατική τη βρισιά τις βρισιές
     κλητική βρισιά βρισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρισιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὑβρισία με αποβολή του αρχικού φωνήεντος και συνίζηση[1] < αρχαία ελληνική ὑβρίζω < ὕβρις

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾiˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρισιά

Ουσιαστικό

βρισιά θηλυκό

  1. η προσβλητική λέξη ή η φράση εναντίον κάποιου
  2. (σπανιότερα) η απρεπής λέξη ή η φράση εναντίον κάποιου
  3. η βλαστήμια
  4. (μεταφορικά κατ’ επέκταση) η κατηγορία που δεν αποδέχεται κάποιος και την θεωρεί βαριά

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.