υβρεολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υβρεολογία | οι | υβρεολογίες |
| γενική | της | υβρεολογίας | των | υβρεολογιών |
| αιτιατική | την | υβρεολογία | τις | υβρεολογίες |
| κλητική | υβρεολογία | υβρεολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
υβρεολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.