υβρεολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υβρεολογία οι υβρεολογίες
      γενική της υβρεολογίας των υβρεολογιών
    αιτιατική την υβρεολογία τις υβρεολογίες
     κλητική υβρεολογία υβρεολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υβρεολογία < ύβρις + -λογία

Ουσιαστικό

υβρεολογία θηλυκό

  1. αναφορά σε ύβρεις
  2. βρισιά, βρισίδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.