ύβρις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύβρις | οι | ύβρεις |
| γενική | της | ύβρεως | των | ύβρεων |
| αιτιατική | την | ύβριν & ύβρη |
τις | ύβρεις |
| κλητική | ύβρις | ύβρεις | ||
| Δείτε επίσης, την ύβρη και την αρχαία κλίση «ἡ ὕβρις». | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύβρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕβρις[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.vɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐βρις
Ουσιαστικό
ύβρις θηλυκό
- (λόγιο) βρισιά
- ξεστόμισε ύβρεις που δεν είχαν ξανακουστεί μέσα στο κοινοβούλιο
- → δείτε τις λέξεις βρισιά, χριστοπαναγία (οικείο), μπινελίκι (λαϊκότροπο), γαμωσταυρίδια (χυδαίο)
- (στην αρχαία ελληνική γραμματεία) η αλαζονεία, η περιφρόνηση του μέτρου, των θεών
- άλλη μορφή: ύβρη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ύβρις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.