βαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαριά | οι | βαριές |
| γενική | της | βαριάς | των | βαριών |
| αιτιατική | τη | βαριά | τις | βαριές |
| κλητική | βαριά | βαριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
%252C_uses_a_sledgehammer_to_break_apart_a_block_of_concrete_during_Hurricane_Katrina_clean-up_efforts_in_Biloxi%252C_Miss.jpg.webp)
Άνδρας του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού χρησιμοποιεί βαριά για το σπάσιμο βάσης από μπετόν
Ετυμολογία
- βαριά < θηλυκό του επιθέτου βαρύς ως ουσ.
Ουσιαστικό
βαριά θηλυκό
- (εργαλείο) βαρύ σφυρί με μακριά λαβή, που πρέπει να το κρατήσει κανείς και με τα δυο χέρια, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στο σπάσιμο επιφανειών και κατασκευών
Μεταφράσεις
βαριά
Επίρρημα
βαριά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.