βραχμάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βραχμάνος | οι | βραχμάνοι |
| γενική | του | βραχμάνου | των | βραχμάνων |
| αιτιατική | τον | βραχμάνο | τους | βραχμάνους |
| κλητική | βραχμάνε | βραχμάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραχμάνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Βραχμάν + -ος[1] < σανσκριτική ब्राह्मण (brā́hmaṇa) (υπέρτατη ιερή δύναμη)[2] < ρίζα बृंहति (bṛṃhati) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (ανυψώνω, ανυψώνομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾaxˈma.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βραχ‐μά‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : βρα‐χμά‐νος
Συγγενικά
- (ελληνιστική κοινή) : Βραχμάν (και κυρίως στον πληθυντικό: βραχμᾶνες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- βραχμάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.