βάρνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η βάρνα
      γενική της βάρνας
    αιτιατική τη βάρνα
     κλητική βάρνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάρνα < σανσκριτική वर्ण (várṇa, χρώμα)

Ουσιαστικό

βάρνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.