Βραχμάν

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βραχμάν οἱ Βραχμᾶνες
      γενική τοῦ Βραχμᾶνος τῶν Βραχμάνων
      δοτική τῷ Βραχμᾶν τοῖς Βραχμᾶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Βραχμᾶν τοὺς Βραχμᾶνᾰς
     κλητική ! Βραχμάν Βραχμᾶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βραχμᾶνε
γεν-δοτ τοῖν  Βραχμάνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'παιάν' όπως «παιάν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βραχμάν < σανσκριτική ब्राह्मण (brā́hmaṇa)< ρίζα बृंहति (bṛṃhati) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (ανυψώνω, ανυψώνομαι)

Ουσιαστικό

Βραχμάν, -ᾶνος αρσενικό

  • Βραχμήν
  • Βραχμᾶναι
  • Βραχμᾶνοι
  • Βράχμαι
  • Βραχμᾶνες
  • βραμέναι

Απόγονοι

Βραχμάν (ελληνιστική κοινή) Βραχμᾶνες

μεσαιωνικά ελληνικά: βραχμᾶνος
κοπτικά: ⲃⲣⲁⲭⲙⲁⲛⲏⲥ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.