κάστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάστα οι κάστες
      γενική της κάστας των καστών
    αιτιατική την κάστα τις κάστες
     κλητική κάστα κάστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική casta < ισπανική casta, θηλυκό του castus < λατινική castus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος careo < πρωτοϊταλική *kazēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱes- ‎(κόβω)

Ουσιαστικό

κάστα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ινδουισμός) τύπος οργάνωσης της κοινωνίας, κυρίως στην Ινδία, που είχε σαν σκοπό τη διατήρηση της καθαρότητας των κοινωνικών ομάδων
    υπώνυμα (για την Ινδία) βραχμάνος, απλησίαστος
  2. (κοινωνιολογία) κοινωνική ομάδα, που θεωρείται πολύ κλειστή και προφυλάσσει τα συμφέροντά της κάνοντας σχεδόν αδύνατη την είσοδο, στην ομάδα, ατόμων που δεν προέρχονται από τα ήδη υπάρχοντα μέλη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.