ινδουισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ινδουισμός | οι | ινδουισμοί |
| γενική | του | ινδουισμού | των | ινδουισμών |
| αιτιατική | τον | ινδουισμό | τους | ινδουισμούς |
| κλητική | ινδουισμέ | ινδουισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ινδουισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική hindouisme < hindou + -isme (-ισμός) < περσική هندو (Hindū, Ινδός) < αρχαία περσική 𐏃𐎡𐎯𐎢𐏁 → και δείτε τις λέξεις Ινδία και Ἰνδός
Προφορά
- ΔΦΑ : /in.ðu.iˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιν‐δου‐ι‐σμός
Ουσιαστικό
ινδουισμός αρσενικό
- (θρησκεία) οι θρησκευτικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές των περισσοτέρων κατοίκων της Ινδίας
- ινδοϊσμός
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ινδία
- Κατηγορία:Ινδουισμός στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ινδουισμός (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
ινδουισμός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.